-
1 παρεκβαίνω
A step aside from, deviate from, c. gen., ; ;τῆς ἀρετῆς Id.Pol. 1325b6
; π. τῆς ἀριστοκρατίας ἡ τάξις ib. 1273a21;τοῦ καθήκοντος Plb.12.7.1
;π. ἐκ τοῦ γένους Arist. GA 767b6
;ἐκ τῆς τάξεως Plb.8.26.8
;ἀπὸ τῶν κρειττόνων Procl.Inst. 124
.2 c. acc., overstep, transgress,Διὸς σέβας A.Ch. 645
(lyr.); ;ἐπὶ μικρὸν π. τὸ τῆς πολιτείας εἶδος Id.EN 1160b20
; ; ;τὸν κοινὸν νοῦν Phld.Po. 5.15
;ποταμοῦ -βάντος τὸ ῥεῖθρον Thphr.HP3.1.5
.3 abs., deviate,ὁ μικρὸν παρεκβαίνων Arist.EN 1126a35
;αἱ παρεκβεβηκυῖαι πολιτεῖαι Id.Pol. 1275b1
; opp. ὀρθαὶ [πολιτεῖαι], ib. 1282b13;π. ἐς ἃ μὴ θέμις APl.4.243
(Antist.); prob.l. in Ph.Bel.61.49, 62.51.II make a digression,ὅθεν παρεξέβημεν Arist.EN 1095b14
;περί τινος Id.PA 658b11
;ἀπό τινος Plb.4.9.1
, al.;εἰς ταῦτα Id.6.50.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρεκβαίνω
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский